- παραδοσιαρχία
- η1. αντίληψη σύμφωνα με την οποία πρέπει να διατηρείται καθετί που βασίζεται στην παράδοση2. (φιλοσ.) σύστημα πεποιθήσεων βασισμένων αποκλειστικά στην παράδοση ή στην αφοσίωση στα ήθη τού παρελθόντος, στάση που διαφοροποιείται ριζικά από την ιστορική κατανόηση τής παράδοσης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδοση + -αρχία (< -άρχης < άρχω), απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. traditionalisme].
Dictionary of Greek. 2013.